αξερίζωτος

αξερίζωτος
-η, -ο
1. (για φυτά) αυτός που δεν τον ξερίζωσαν
2. αυτός που δεν υπέστη καταστροφή
3. (για συναισθήματα, ελαττώματα, συνήθειες) αυτός που δεν εξαλείφθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αξερίζωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξεριζώθηκε, στερεός, ακλόνητος: Και ξερό το δέντρο στεκόταν στον τόπο του αξερίζωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”